Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Νεφώτης — Νεφώτης, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αιγυπτ. Nefr hotep] … Dictionary of Greek
Νεφώτης — Nefr hotep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)